Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοίλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοίλ|ος <-η, -ο> [ˈcilɔs] ΕΠΊΘ

1. κοίλος (κούφιος, σκαμμένος προς τα μέσα):

κοίλος

2. κοίλος (καθρέφτης):

κοίλος

Παραδειγματικές φράσεις με κοίλος

κοίλος φακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский