Ελληνικά » Γερμανικά

ευτυχισμέν|ος <-η, -ο> [ɛftiçizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εντοιχισμέν|ος <-η, -ο> [ɛndiçizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

δυστυχισμέν|ος <-η, -ο> [ðistiçizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

τρισευτυχισμέν|ος <-η, -ο> [trisɛftiçizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

φετιχισμός [fɛtiçizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский