Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευτρεπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ευτρεπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛftrɛˈpizɔ] VERB μεταβ

ευτρεπίζω

II . ευτρεπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский