Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευτυχώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευτυχ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [ɛftiˈxɔ] VERB αμετάβ (έχω καλή τύχη)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский