Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευτράπελος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευτράπελ|ος <-η, -ο> [ɛfˈtrapɛlɔs] ΕΠΊΘ

1. ευτράπελος (πνευματώδης):

ευτράπελος

2. ευτράπελος (αστείος):

ευτράπελος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский