Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιλεκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpilɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επιλεκτικός (από χαρακτήρα):

επιλεκτικός σε κάτι
wählerisch in etw δοτ

2. επιλεκτικός (πληροφορίες, μνήμη):

επιλεκτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский