Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιλέγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επ|ιλέγω <-έλεξα, -ιλέχτηκα, -ιλεγμένος> [ɛpiˈlɛɣɔ] VERB μεταβ (διαλέγω)

επιλέγω

II . επιλέγομαι VERB αυτοπ ρήμα (φέρω πρόσθετο όνομα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский