Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιλαμβάνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιλ|αμβάνομαι <-ήφθηκα> [ɛpilaɱˈvanɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

επιλαμβάνομαι μιας υπόθεσης

Παραδειγματικές φράσεις με επιλαμβάνομαι

επιλαμβάνομαι μιας υπόθεσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский