Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικυρωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικυρωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpicirɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επικυρωτικός (επιβεβαιωτικός):

επικυρωτικός
Bestätigungs-

2. επικυρωτικός (προς επικύρωση αντιγράφου):

επικυρωτικός
Beglaubigungs-

3. επικυρωτικός (προς επικύρωση συνθήκης):

επικυρωτικός
Ratifizierungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский