Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιληπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επιληπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

II . επιληπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiliptiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

επιληπτικός
Epileptiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский