Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιλογή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιλογή [ɛpilɔˈji] SUBST θηλ

2. επιλογή (σύνολο πραγμάτων που διαλέχτηκαν, για δείγμα κτλ):

επιλογή
Auswahl θηλ

3. επιλογή (των καλύτερων προϊόντων, φρούτων κτλ):

επιλογή
Auslese θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με επιλογή

επιλογή θηλ προμηθευτών
ελεύθερη επιλογή
freie Wahl θηλ
κάνω επιλογή
λάθεψε στην επιλογή τού
δεν είχα άλλη επιλογή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский