Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εξοφλητέος , αξόφλητος , εξοφλώ και εξόφληση

εξοφλητέ|ος <-α, -ο> [ɛksɔfliˈtɛɔs] ΕΠΊΘ

εξόφλησ|η <-εις> [ɛˈksɔflisi] SUBST θηλ

3. εξόφληση (επιταγής, υπόσχεσης):

Einlösung θηλ

4. εξόφληση (υποχρέωσης):

Erfüllung θηλ

εξοφλ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksɔˈflɔ] VERB μεταβ

1. εξοφλώ (λογαριασμό):

3. εξοφλώ (επιταγή, υπόσχεση):

4. εξοφλώ (υποχρέωση):

αξόφλητος [aˈksɔflitɔs]

αξόφλητος s. ανεξόφλητος

Βλέπε και: ανεξόφλητος

ανεξόφλητ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɔflitɔs] ΕΠΊΘ (λογαριασμός, χρέη)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский