Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εξερευνητής , εξερευνητικός , ερευνητής , εξερευνώ και εξερεύνηση

εξερευνητής (εξερευνήτρια) [ɛksɛrɛvniˈtis, ɛksɛrɛvˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξερευνητής (εξερευνήτρια)
Forscher(in) αρσ (θηλ)

εξερευνητικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɛrɛvnitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εξερεύνησ|η <-εις> [ɛksɛˈrɛvnisi] SUBST θηλ

εξερευν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksɛrɛvˈnɔ] VERB μεταβ

ερευνητής (ερευνήτρια) [ɛrɛvniˈtis, ɛrɛvˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. ερευνητής (άνθρωπος):

Forscher(in) αρσ (θηλ)

2. ερευνητής ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

Detektor αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский