Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξ|έρχομαι <-ήλθα> [ɛˈksɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

εξέρχομαι από κάτι
aus etw δοτ kommen

Παραδειγματικές φράσεις με εξέρχομαι

εξέρχομαι από κάτι
aus etw δοτ kommen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский