Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξερεύνηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξερεύνησ|η <-εις> [ɛksɛˈrɛvnisi] SUBST θηλ

εξερεύνηση
Erforschung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский