Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ερευνητής , ερευνητικός και γεννήτρια

ερευνητής (ερευνήτρια) [ɛrɛvniˈtis, ɛrɛvˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. ερευνητής (άνθρωπος):

ερευνητής (ερευνήτρια)
Forscher(in) αρσ (θηλ)

2. ερευνητής ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

ερευνητής (ερευνήτρια)
Detektor αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский