Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξασφαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξασφαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksasfaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. εξασφαλίζω (ώστε κάτι να γίνει ή να υπάρχει):

εξασφαλίζω

2. εξασφαλίζω (κάνω ασφαλές, προστατεύω):

εξασφαλίζω από
absichern gegen +αιτ

II . εξασφαλίζομαι VERB αυτοπ ρήμα (οικονομικά)

Παραδειγματικές φράσεις με εξασφαλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский