Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάτμιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάτμισ|η <-εις> [ɛˈksatmisi] SUBST θηλ

1. εξάτμιση (υγρού):

εξάτμιση
Verdampfen ουδ
εξάτμιση
Verdunstung θηλ

2. εξάτμιση (αυτοκινήτου):

εξάτμιση
Auspuff αρσ
Auspuffanlage θηλ

3. εξάτμιση (τελευταία φάση κύκλου βενζινομηχανής):

εξάτμιση
Ausstoß αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский