Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδοχή [apɔðɔˈçi] SUBST θηλ

2. αποδοχή ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

αποδοχή
Akzept ουδ
ακάλυπτη αποδοχή
καθαρή αποδοχή
reines Akzept ουδ
μερική αποδοχή
Teilakzept ουδ
αποδοχή ευκολίας
αποδοχή υπό όρους
Wechselakzept ουδ
τραπεζική αποδοχή
Bankakzept ουδ
αποδοχή τριτεγγυητή
Avalakzept ουδ
Akzeptfrist θηλ
Akzeptbank θηλ
ευρεία αποδοχή θηλ
breite Akzeptanz θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αποδοχή

αποδοχή θηλ προσφοράς
αποδοχή θηλ τριτεγγυητή
Avalakzept αρσ
αποδοχή θηλ δωρεάς
αποδοχή θηλ εγγύησης ΧΡΗΜΑΤΟΠ (το έγγραφο)
Avalakzept ουδ
ακάλυπτη αποδοχή
καθαρή αποδοχή
reines Akzept ουδ
αποδοχή τριτεγγυητή
Avalakzept ουδ
αποδοχή προσφοράς
μερική αποδοχή
Teilakzept ουδ
αποδοχή ευκολίας
τραπεζική αποδοχή
Bankakzept ουδ
αποδοχή θηλ της παροχής
αποδοχή θηλ της εντολής
αποδοχή θηλ της κληρονομιάς
αποδοχή υπό όρους

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский