Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεργεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενέργεια [ɛˈnɛrjia] SUBST θηλ

2. ενέργεια (δράση: φαρμάκου):

Wirkung θηλ

3. ενέργεια ΦΥΣ:

Energie θηλ
αγορά θηλ ενέργειας ΟΙΚΟΝ
Energiemarkt αρσ
Energieform θηλ
Energiemenge θηλ
Windenergie θηλ
Atomenergie θηλ
Sonnenenergie θηλ
Wärmeenergie θηλ
Kernenergie θηλ
Wasserkraft θηλ
Lichtenergie θηλ
Energiebedarf αρσ
Kraftwerk ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский