Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελήφθη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελήφθη

ελήφθη s. λαβαίνω

Βλέπε και: λαβαίνω

λα|βαίνω [laˈvɛnɔ], λα|μβάνω [laɱˈvanɔ] <-βα> VERB μεταβ

2. λαβαίνω (φτάνει σε μένα: γράμμα, είδηση):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский