Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελεφαντόδοντο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελεφαντόδοντο [ɛlɛfanˈdɔðɔndɔ] SUBST ουδ

1. ελεφαντόδοντο (το δόντι):

ελεφαντόδοντο
Stoßzahn αρσ

2. ελεφαντόδοντο (το υλικό):

ελεφαντόδοντο
Elfenbein ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский