Ελληνικά » Γερμανικά

εκθετήριο [ɛkθɛˈtiriɔ] SUBST ουδ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST αρσ, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST θηλ

Regisseur(in) αρσ (θηλ)

εκθειά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛkθiˈazɔ] VERB μεταβ

εκθεσιακ|ός <-ή, -ό> [ɛkθɛsiaˈkɔs] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ

βαθυμετρία [vaθimɛˈtria] SUBST θηλ

εργομετρία [ɛrɣɔmɛˈtria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский