Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκαθαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκαθαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛkaθaˈrizɔ] VERB μεταβ

1. εκκαθαρίζω (απομακρύνω τα άχρηστα στοιχεία):

εκκαθαρίζω

2. εκκαθαρίζω (εταιρεία):

εκκαθαρίζω

3. εκκαθαρίζω (λογαριασμό):

εκκαθαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский