Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκθέτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκθέτης (εκθέτρια) [ɛkˈθɛtis, ɛkˈθɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. εκθέτης (που μετέχει σε έκθεση):

εκθέτης (εκθέτρια)
Aussteller(in) αρσ (θηλ)

2. εκθέτης ΜΑΘ:

εκθέτης (εκθέτρια)
Exponent αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με εκθέτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский