Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκθετο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκθετο [ˈɛkθɛtɔ] SUBST ουδ (μωρό)

έκθετο
Findelkind ουδ
έκθετο
έκθετο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский