Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισφορά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισφορά [isfɔˈra] SUBST θηλ

1. εισφορά (ποσό, πράξη):

εισφορά
Beitrag αρσ
ποια ήταν η εισφορά του;
Abgaben θηλ πλ an +αιτ
ετήσια εισφορά
Jahresbeitrag αρσ
υποχρεωτική εισφορά
αρχική εισφορά
Mitgliedsbeiträge αρσ πλ
Sachleistungen θηλ πλ
Sozialabgaben θηλ πλ

2. εισφορά ΟΙΚΟΝ (επένδυση):

εισφορά
Einlage θηλ
ελάχιστη εισφορά
εισφορά εταίρων
εισφορά σε είδος
εισφορά σε χρήμα
Geldeinlage θηλ
Beitragseinnahmen θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με εισφορά

ετήσια εισφορά
υποχρεωτική εισφορά
αρχική εισφορά
ελάχιστη εισφορά
εισφορά εταίρων
Sachleistungen θηλ πλ
εισφορά σε είδος
εισφορά σε χρήμα
ποια ήταν η εισφορά του;

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский