Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισροή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισροή [isrɔˈi] SUBST θηλ

1. εισροή (υγρού):

εισροή
Einfließen ουδ

2. εισροή (πληθών):

εισροή
Einströmen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με εισροή

εισροή χρυσού
εισροή μετρητών
Barzufluss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский