Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισ|φέρω <-έφερα, -φέρθηκα> [isˈfɛrɔ] VERB μεταβ

εισφέρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский