Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισρέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισ|ρέω <-έρρευσα> [izˈrɛɔ] VERB αμετάβ

2. εισρέω (εισέρχομαι σε αφθονία: πλήθη):

εισρέω σε
strömen in +αιτ

3. εισρέω (κεφάλαια):

εισρέω σε
fließen in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский