Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισπράττων“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισπράττ|ων <-ουσα, -ον> [isˈpratɔn] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский