Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισπράττω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισ|πράττω <-πραξα [ή -έπραξα], -πράχτηκα, -πραγμένος> [isˈpratɔ] VERB μεταβ

1. εισπράττω (λαβαίνω χρήματα):

εισπράττω

2. εισπράττω (επιταγή):

εισπράττω

3. εισπράττω (φόρους):

εισπράττω
εισπράττω απαιτήσεις

Παραδειγματικές φράσεις με εισπράττω

εισπράττω διθυράμβους
εισπράττω απαιτήσεις

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский