Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφεύγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αφεύγω <-έφυγα> [ðiaˈfɛvɣɔ] VERB αμετάβ

2. διαφεύγω (δραπετεύω):

διαφεύγω

3. διαφεύγω (περνώ απαρατήρητος):

διαφεύγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский