Ελληνικά » Γερμανικά

διασταυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiastaˈvrɔnɔ] VERB μεταβ (και γενετικά)

διασταυρώνω
διασταυρώνω το ξίφος μου με κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με διασταυρώνω

διασταυρώνω το ξίφος μου με κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский