Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασταύρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασταύρωσ|η <-εις> [ðiaˈstavrɔsi] SUBST θηλ (και γενετική, κυκλοφοριακή)

διασταύρωση
Kreuzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский