Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφαιρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αφαιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [afɛˈrɔ] VERB μεταβ

1. αφαιρώ (απομακρύνω, βγάζω):

αφαιρώ
αφαιρώ μια μελανιά

2. αφαιρώ (αποσπώ από σύνολο, παίρνω αυτό που ανήκει σ' άλλον):

αφαιρώ
αφαιρώ τη ζωή κάποιου

3. αφαιρώ (βγάζω με ιατρική επέμβαση):

αφαιρώ

4. αφαιρώ (ρούχα):

αφαιρώ

6. αφαιρώ ΜΑΘ:

αφαιρώ
αφαιρώ το 8 από το 20
αφαιρώ 12% από κάτι

II . αφαιρούμαι VERB αυτοπ ρήμα (χάνομαι σε σκέψεις)

Παραδειγματικές φράσεις με αφαιρώ

αφαιρώ 12% από κάτι
αφαιρώ μια μελανιά
αφαιρώ το 8 από το 20

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский