Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυταπάτη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυταπάτη [aftaˈpati] SUBST θηλ

1. αυταπάτη (πλάνη):

αυταπάτη

2. αυταπάτη (ξεγέλασμα του εαυτού):

αυταπάτη
Selbstbetrug αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αυταπάτη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский