Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυταπατιέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυταπατ|ώμαι [aftapaˈtɔmɛ], αυταπατ|ιέμαι [aftapaˈtçɛmɛ] <-ήθηκα> VERB αυτοπ ρήμα

1. αυταπατώμαι (πέφτω σε πλάνη):

2. αυταπατώμαι (ξεγελώ τον εαυτό μου):

3. αυταπατώμαι (έχω αυταπάτες):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский