Ελληνικά » Γερμανικά

αυστριακ|ός <-ή, -ό> [afstriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

αυστριακός

Αυστριακός (Αυστριακή) [afstriaˈkɔs, afstriaˈci] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με αυστριακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский