Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατυχία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατυχία [atiˈçia] SUBST θηλ

1. ατυχία (αποτυχία, ανευτυχές συμβάν):

ατυχία
Unglück ουδ
φέρνω ατυχία

2. ατυχία (έλλειψη καλής τύχης):

ατυχία
Pech ουδ
έχω ατυχία
είχε την ατυχία να χάσει τον
τι ατυχία!
με κυνηγάει η ατυχία

Παραδειγματικές φράσεις με ατυχία

φέρνω ατυχία
τι ατυχία!
έχω ατυχία
με κυνηγάει η ατυχία
φέρνω τύχη/ατυχία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский