Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατύλιχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατύλιχτ|ος <-η, -ο> [aˈtilixtɔs] ΕΠΊΘ

1. ατύλιχτος (κλωστή):

ατύλιχτος

2. ατύλιχτος (όχι περικλεισμένος):

ατύλιχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский