Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτρώω αποτρώγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απο|τρώ(γ)ω <-φαγα, -φαγωμένος> [apɔˈtrɔ(ɣ)ɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский