Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτύπωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτύπωσ|η <-εις> [apɔˈtipɔsi] SUBST θηλ

1. αποτύπωση (σε χαρτί, ύφασμα):

αποτύπωση
Druck αρσ

2. αποτύπωση (στη μνήμη):

αποτύπωση
Einprägen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αποτύπωση

ξηρά αποτύπωση
Xerografie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский