Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτυχαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτυχ|αίνω <-α> [apɔtiˈçɛnɔ] VERB αμετάβ

1. αποτυχαίνω (προσπαθώντας):

αποτυχαίνω

2. αποτυχαίνω (δεν έχω επιτυχία: τραγούδι):

αποτυχαίνω

Παραδειγματικές φράσεις με αποτυχαίνω

αποτυχαίνω στις εξετάσεις

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский