Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτροπιαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτροπιαστικ|ός <-ή, -ό> [apɔtrɔpçastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αποτροπιαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский