Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απολείπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απολεί|πω <-ψα> [apɔˈlipɔ] VERB αμετάβ

1. απολείπω (δεν υπάρχω):

es fehlt mir an

2. απολείπω (αποθυμώ):

II . απολείπομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский