Ελληνικά » Γερμανικά

I . αποκλί|νω <-να> [apɔˈklinɔ] VERB μεταβ (αλλάζω την κλίση ενός πράγματος)

αποκλίνω

II . αποκλί|νω <-να> [apɔˈklinɔ] VERB αμετάβ

1. αποκλίνω (δείχνω ορισμένη προτίμηση):

αποκλίνω προς

2. αποκλίνω (εκτρέπομαι):

αποκλίνω και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский