Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκόβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απ|οκόβω <-έκοψα, -οκόπηκα, -οκομμένος> [apɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ

1. αποκόβω (αφαιρώ κόβοντας):

αποκόβω από

2. αποκόβω (απογαλακτίζω):

αποκόβω

II . αποκόβομαι VERB αυτοπ ρήμα (από ομάδα ανθρώπων)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский