Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aˈplɔnɔ] VERB μεταβ

1. απλώνω (χάρτη, φτερά):

απλώνω

2. απλώνω (διευρύνω):

απλώνω

3. απλώνω (επεκτείνω):

απλώνω

4. απλώνω (χέρια, πόδια):

απλώνω

5. απλώνω (ρούχα):

απλώνω

6. απλώνω (βούτηρο σε ψωμί):

απλώνω σε
streichen auf +αιτ

II . απλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. απλώνομαι (ξαπλώνω):

Παραδειγματικές φράσεις με απλώνω

απλώνω την αρίδα μου οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский