Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απλωσιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απλωσιά [aplɔˈsça] SUBST θηλ

1. απλωσιά (ελεύθερος χώρος):

απλωσιά
Freiraum αρσ

2. απλωσιά (απλωμένα ρούχα):

απλωσιά
Ladung θηλ Wäsche

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский